Ετυμολογία [επεξεργασία]
αλάνθαστος < στερητικό α- + λανθάνω (: μου διαφεύγει της προσοχής)
Επίθετο[επεξεργασία]
αλάνθαστος -η -ο
που δεν έχει λάθη ή σφάλματα
αλάνθαστη ορθογραφία
που δεν κάνει λάθη ή σφάλματα
το ένστικτό μου είναι αλάνθαστο
Συγγενικές λέξεις
αλάνθαστα
αλάθητος
λαθεύω
λάθος...
...Σε κάλυψα;