Εμένα με ενόχλησε αυτη ή λέξη, ειμαι ψεύτης, απατεώνας ή αναξιόπιστος.Στον αλέκο παέι αυτό.
παπατζής ο [papadzís] Ο8 θηλ. παπατζού [papadzú] Ο37 στη σημ. 1 : 1. αυτός που παίζει το παράνομο παιχνίδι παπάςII3: H αστυνομία συνέλαβε δύο παπατζήδες. 2. (μτφ.) απατεώνας, αναξιόπιστος, ψεύτης: Έμπλεξε με κάτι παπατζήδες και του ΄φαγαν όλα τα λεφτά. [παπ(άς)II3 -ατζής· παπατζ(ής) -ού]
__________________
Μιχαήλ
αἰδώς Ἀργεῖοι· νῦν ἄρκιον ἤ ἀπολέσθαι
|