κατακρίνω [katakríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. κατέκρινα, απαρέμφ. κατακρίνει, παθ. αόρ. κατακρίθηκα, απαρέμφ. κατακριθεί : κρίνω αρνητικά κπ., τη συμπεριφορά του ή τις πράξεις του, τον κατηγορώ για κτ. που είπε ή που έκανε: Tον ~ για την αδιαφορία που έδειξε. H ηγεσία του στρατεύματος κατακρίθηκε για έλλειψη συντονισμού των επιχειρήσεων. Tου αρέσει να κρίνει και να κατακρίνει τους πάντες. Mη σπεύσεις να με κατακρίνεις, άκουσέ με πρώτα.  
__________________
The more I see, the less I know.
-------------------------------
Φάκα addidas μου πιασε την φτέρνα
μπερδεύω το τζουκ μποξ με τη λατέρνα.
πάνω απ του τάφου μου το κυπαρίσσι
μαύρη χελώνα με έχει κατουρήσει
|