χόμπι το [xóbi] O (άκλ.) : ερασιτεχνική απασχόληση για να περνούμε τις ελεύθερες ώρες μας: H κηπουρική / το ψάρεμα / τα μαστορέματα / τα γραμματόσημα είναι το ~ του. Έχω πολλά ~. [λόγ. < αγγλ. hobby]
βέβαια κάποιες φορές ξεπερνάει τις ελεύθερες ώρες και τρέχεις σπίτι λίγο νωρίτερα να κρατάς το χέρι της ετοιμόγεννης.
Επίσης είναι ωραίο να έχεις σπίτι πάντα φρέσκο ψάρι...
|